Η Καρόλα Folle-Αλέπη, Ψυχολόγος - Παιδοψυχολόγος, πτυχιούχος Ψυχολογίας - Πανεπιστημίου Marburg - Γερμανίας εξηγεί πως να χειριστούμε μια αναπόφευκτη πραγματικότητα όπως ο θάνατος και τι πρέπει να πούμε στο παιδί μας για το γεγονός αυτό.
Ο θάνατος αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής, μια αναπόφευκτη πραγματικότητα που όλοι θα αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή. Όταν αυτός προκύπτει μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, πολλοί γονείς αναρωτιούνται αν πρέπει να μιλήσουν στα παιδιά τους για αυτό, τι ακριβώς θα πρέπει να τους πουν και ποιες αντιδράσεις θα πρέπει να περιμένουν από αυτά.
Οι αντιδράσεις συγγενών σε έναν επικείμενο θάνατο και οι επιπτώσεις στο παιδί
Κάθε οικογένεια αποτελεί ένα «σύνολο» και κάθε γεγονός που επηρεάζει ένα ή περισσότερα μέλη του συνόλου αυτού έχει αντίκτυπο σε ολόκληρη την οικογένεια. Και αντίστροφα , όταν ένα γεγονός επιδρά στο σύνολο της οικογένειας, όλα τα μέλη της επηρεάζονται από αυτό. Όταν ένα μέλος της οικογένειας πεθαίνει, τότε αλλάζει η δομή της οικογένειας και παύει να είναι όπως την ήξεραν τα μέλη στο σύνολό της. Το πένθος είναι διπλό. Απαιτείται επομένως μια νέα ανακατανομή ρόλων και ευθυνών στα πλαίσια της «νέας» οικογένειας που διαμορφώνεται και η οποία δεν είναι όμοια με αυτήν που προϋπήρξε.
Στην τελική φάση της ζωής του αρρώστου τα μέλη της οικογένειας βιώνουν μια διεργασία θρήνου παρόμοια με εκείνη που βιώνει ο άρρωστος που προετοιμάζεται ψυχολογικά για τον επικείμενο θάνατό του.
Χαρακτηριστικά:
• Αυξημένο άγχος που οφείλεται στην αίσθηση αδυναμίας και ανημποριάς των ανθρώπων να ανατρέψουν τις συνθήκες που οδηγούν στο θάνατο.
• Διαρκής ενασχόληση με σκέψεις που αφορούν το θάνατο του αρρώστου, αλλά και προβληματισμούς με το δικό τους θάνατο.
• Έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα που εκδηλώνονται, για παράδειγμα, με την επιθυμία να επιβιώσει ο άρρωστος αλλά και την ευχή να πεθάνει για να μην υποφέρει.
• Προοδευτική συναισθηματική αποεπένδυση από τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες που είχαν για το άτομο και τη σχέση τους μαζί του. Δεν απο- επενδύεται ο ίδιος ο άρρωστος, αλλά η εικόνα ενός ατόμου που δεν θα γιατρευτεί ποτέ, ενός ατόμου που μελλοντικά δεν θα αποτελεί πλέον μέλος της οικογένειας και δεν θα συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια και τα όνειρά της.
• Έντονο προβληματισμό και προγραμματισμό σχετικά με τις άμεσες ή απώτερες συνθήκες ζωής που θα προκύψουν μετά το θάνατο του αρρώστου (π.χ. Πως θα αντιδράσω στην κηδεία; Πως θα είναι η ζωή μας από εδώ και εμπρός; ) Αυτές οι σκέψεις προκαλούν ενοχές αυξάνοντας τον ψυχικό πόνο των συγγενών.
Όλα τα αισθήματα αυτά, όσο και να το θέλουν, οι γονείς δεν μπορούν να τα κρατάνε μακριά από το παιδί τους. Τα παιδιά διαισθάνονται πότε οι γονείς είναι λυπημένοι ή όταν υπάρχει μια κρίση στην οικογένεια. Οι γονείς πρέπει να βρουν έναν τρόπο από τη μία πλευρά να προστατέψουν τα παιδιά τους από αισθήματα που μπορεί να τα πληγώσουν και να έχουν αρνητικές επιδράσεις σε αυτά και από την άλλη όμως να μοιραστούν, σε κάποια πλαίσια βέβαια, τη λύπη τους μαζί τους ανάλογα με την ηλικία τους, την ψυχολογική τους κατάσταση και την ψυχοσύνθεσή τους.
Συνειδητοποίηση του θανάτου σε διάφορες ηλικίες
Μεγαλώνοντας, τα παιδιά συνειδητοποιούν ότι όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή πεθαίνουν. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να τους προκαλεί φόβο και ανησυχία. Συχνά οι ανησυχίες αυτές επικεντρώνονται γύρω από το θάνατο των γονέων τους και για το τί θα τους συμβεί αν οι γονείς τους πεθάνουν. Δεν είναι πάντα καθησυχαστική η εξήγηση ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί για πολύ καιρό, επειδή τα παιδιά δεν έχουν πλήρως αναπτυγμένη αίσθηση του χρόνου. Επίσης μπορεί και να έχουν βιώσει τραγικά συμβάντα όπου νεαρά άτομα του περιβάλλοντός τους απεβίωσαν.
Πώς αντιλαμβάνονται όμως τα παιδιά στις διάφορες ηλικίες το θάνατο;
Μέχρι την ηλικία των 4 χρόνων, τα παιδιά δεν συνδέουν ξεκάθαρα την έννοια του θανάτου με την παράσταση της ζωής που χάνεται οριστικά. Στα 4 και 5 χρόνια τους τα παιδιά έχουν ισχυρότερες συναισθηματικές αντιδράσεις και αρχίζουν να αναρωτιούνται για θέματα γύρω από το θάνατο και από την ηλικία των 6-9 χρόνων σιγά σιγά αρχίζουν να καταλαβαίνουν την μονιμότητα του θανάτου και αντιλαμβάνονται πως η απώλεια ενός ατόμου αποτελεί ένα οριστικό και αμετάκλητο γεγονός.
Αντιδράσεις παιδιών στον θάνατο
Κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά στο θάνατο, ανάλογα με την ηλικία του, την ψυχοσυναισθηματική του ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσε με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονέων του. Άλλα παιδιά απομονώνονται, έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, επιθετικότητα ή ψυχοσωματικές αντιδράσεις.
Όταν οι ενήλικοι έχουν φόβους που τους παραλύουν, οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν ποικίλες τεχνικές για να τους διδάξουν πώς να τους αντιμετωπίζουν.
Πολλές φορές αυτές βασίζονται στην προϋπόθεση ότι ο φόβος και η χαλάρωση δεν συμβιβάζονται. Αν οι άνθρωποι μάθουν να χαλαρώνουν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αντικείμενα και καταστάσεις που προκαλούν φόβο, δε θα αισθάνονται φοβισμένοι ή τουλάχιστον θα είναι σε θέση να μην αφήσουν το φόβο να κλιμακωθεί τόσο που να είναι ανεξέλεγκτος. Αυτή είναι μια τεχνική που χρησιμοποιούν τα παιδιά αντιμετωπίζοντας το θάνατο μέσα από το παιχνίδι.
Το παιχνίδι είναι, από τη φύση του, μια δραστηριότητα χαλαρωτική και διασκεδαστική. Ένα παιδί που φοβάται δεν μπορεί να παίξει. Ένας τρόπος να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους φόβους του είναι να τους συμπεριλαμβάνει στα παιχνίδια του σε στιγμές που αισθάνεται ευτυχισμένο και χαλαρωμένο, ιδιαίτερα όταν είναι μαζί με τους φίλους του. Με αυτή την έννοια, τα παιχνίδια για το θάνατο συχνά αποτελούν για το παιδί έναν τρόπο να αποδεχτεί την ιδέα του θανάτου.
Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μέχρι τα 11 – 12 χρόνια ο θρήνος είναι μικρής διάρκειας, επειδή η αντοχή τους στον ψυχικό πόνο είναι μικρότερη. Χρησιμοποιούν ως αμυντικό μηχανισμό την άρνηση της κατάστασης που τους δημιουργεί θλίψη και πόνο ενώ πολλές φορές η θλίψη μετουσιώνεται σε χαρά. Αυτή η στάση του παιδιού συχνά οδηγεί σε παρεξηγήσεις από την πλευρά των συγγενών , που αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ανέμελο κα αδιάφορο. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω από αυτή τη συμπεριφορά κρύβεται η αδυναμία του παιδιού να δεχθεί ότι το πρόσωπο που πέθανε δεν ξαναγυρίζει.
Πώς μιλάμε στο παιδί για το θάνατο;
Όταν το παιδί υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με το θάνατο και το πένθος, οι πρώτες αντιδράσεις των γονέων είναι συνήθως αμήχανες και αναρωτιούνται, τί πρέπει να του απαντήσουν. Η δυσκολία γίνεται ακόμα πιο μεγαλύτερη, όταν συμβεί κάποιος θάνατος στο οικογενειακό περιβάλλον.
Ακόμα και από τις πολύ μικρές ηλικίες μπορούμε να ξεκινήσουμε σταδιακά να μιλάμε στα παιδιά για το θέμα του θανάτου. Η ίδια η ζωή μας δίνει πάρα πολλές ευκαιρίες για κάτι τέτοιο: οι αλλαγές που συμβαίνουν στην φύση κατά την διάρκεια του χρόνου, η γέννηση και ο θάνατος των ζώων - όλα αυτά αποτελούν γεγονότα που αν και δεν είναι τόσο επώδυνα όσο ένας θάνατος αγαπημένου προσώπου, μπορούν να εισαγάγουν ένα παιδί στην έννοια του τέλους αλλά και της αρχής και να περάσουν το μήνυμα ότι όλα συζητιούνται και όλα αντιμετωπίζονται. Σε ερωτήσεις του παιδιού σχετικά με το θάνατο, ακούμε προσεκτικά το παιδί, απαντάμε την ερώτησή του ή την απορία του και μας καθοδηγεί το παιδί για τη πορεία της συζήτησης.
Όταν μια οικογένεια αντιμετωπίσει την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, πολλοί γονείς νιώθουν την επιθυμία να «προστατέψουν» τα παιδιά από αυτή την ομολογουμένως επίπονη πραγματικότητά τους και τους οδηγεί συχνά στο να αποκρύψουν την αλήθεια από αυτά η στο να δημιουργήσουν διάφορα φανταστικά σενάρια για να δικαιολογήσουν την απουσία του θανόντα. Έτσι όμως, και τα ίδια τα παιδιά οδηγούνται στην αποφυγή οποιονδήποτε σχετικών σχολίων και ερωτήσεων, με αποτέλεσμα να μην τους δίνεται τελικά ποτέ η δυνατότητα να συζητήσουν ειλικρινά για τον θάνατο και να προετοιμαστούν σταδιακά για όλες τις αναπόφευκτες απώλειες που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους.
Οι γονείς δεν πρέπει να λένε ψέματα στα παιδιά όσον αφορά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Με απλό τρόπο πρέπει να του λένε ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο «πέθανε» και όχι ότι «κοιμήθηκε» γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πιθανή και φυσικά λανθασμένη ταύτιση του θανάτου με τον ύπνο. Πολλά είναι τα παιδιά που αντιδρούν σε αυτή την εικόνα του ύπνου που τους παρουσιάζεται με εφιάλτες και φοβίες γιατί ανησυχούν μήπως δεν ξαναξυπνήσουν τα ίδια ή οι γονείς τους ποτέ από τον ύπνο τους.
Το ίδιο ισχύει και για την παραποίηση της αλήθειας με το να λένε οι γονείς ότι το άτομο που πέθανε έχει πάει σε μια μακρινή πόλη ή χώρα και θα μείνει εκεί για πάρα πολύ καιρό γιατί πέρα από μια ψευδή αντίληψη της πραγματικότητας το παιδί μπορεί να νιώθει ότι αυτό το άτομο το εγκατέλειψε ή να περιμένει να γυρίσει. Σε πιθανά ερωτήματα του παιδιού ως προς το «που πήγε η γιαγιά;» είναι προτιμότερο να απαντούν οι γονείς με ειλικρίνεια υποστηρίζοντας πως «δεν ξέρουμε ακριβώς» αλλά μεταφέροντας μια αισιόδοξη αντίληψη πως «εκεί που είναι, είναι καλά και δεν υποφέρει πια».
Τα παιδιά πρέπει να αισθάνονται ελεύθερα να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα που έχουν, χωρίς να νιώθουν άσχημα ή να ντρέπονται για αυτά. Σε αυτό θα βοηθηθούν, αν και οι γονείς μοιράζονται τη θλίψη και το πένθος μαζί τους ανάλογα με την ηλικία τους και την συναισθηματική τους κατάσταση σε λογικά πλαίσια. Αντιθέτως, το να προσπαθούν να τα απομονώσουν από τα δικά τους συναισθήματα θλίψης και απόγνωσης για την απώλεια, έχει αρνητικές επιπτώσεις για τα παιδιά. Τα παιδιά ξέρουν πάρα πολύ καλά πότε ο γονέας είναι θλιμμένος ή πότε περνάει μια κρίση. Οι προσπάθειες να αποκρύψουν ένα θάνατο στο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον ή τα συναισθήματα που τους προκαλεί ο θάνατος αυτός, προξενούν αίσθημα εγκατάλειψης στο παιδί. Είναι πολύ προτιμότερο ένα παιδί να μάθει για το θάνατο από τους ίδιους τους θλιμμένους γονείς του, παρά να αντιμετωπίσει την απόγνωση των γονέων του, χωρίς να ξέρει το λόγο.
Όταν οι γονείς είναι σε θέση να μεταβιβάσουν στο παιδί σε κάποια λογικά πλαίσια τη θλίψη τους, τα ερωτηματικά για το θάνατο, τις αναμνήσεις και το νόημα του πόνου, αυτό βρίσκει την ευκαιρία να βιώσει ακίνδυνα τις ερωτήσεις που έχει. Μπορεί να μοιραστεί τα έντονα συναισθήματα θλίψης και μελαγχολίας με τους γονείς του.
Όμως σε καμία περίπτωση η θλίψη που εξωτερικεύουν οι γονείς μπροστά στο παιδί για τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου δεν πρέπει να είναι υπερβολική, ώστε να αγχώνει τελικά το παιδί. Την κατάρρευσή τους από κατάθλιψη και την απελπισία τους πρέπει να μοιραστούν οι γονείς με έναν καλό τους φίλο ή με έναν συγγενή και σε καμία περίπτωση με τα παιδιά τους.
Το σημαντικότερο και το πιο ανακουφιστικό μήνυμα που πρέπει να περάσουμε σε ένα παιδί που βιώνει τον βαθύ πόνο μιας απώλειας μέσα στην οικογένειά του είναι το γεγονός πως αυτό που νιώθει κάποια στιγμή θα περάσει. Οφείλουμε να δείξουμε στο παιδί την πίστη μας σε εκείνο πως θα καταφέρει να αντέξει την θλίψη που το βαραίνει, και πως θα συνεχίσει τελικά να ζει ευτυχισμένο κοντά στα υπόλοιπα αγαπημένα του πρόσωπα, κρατώντας ζωντανές μόνο τις όμορφες αναμνήσεις από τον θανόντα.
Παιδί και τελετουργικά του πένθους
Πολλοί γονείς αναρωτιούνται αν θα πρέπει να αφήσουν τα παιδιά τους να συμμετάσχουν στα διάφορα τελετουργικά του πένθους, όπως είναι η κηδεία ή το μνημόσυνο. Η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι ένα απλό ναι ή όχι.
Η συμμετοχή του παιδιού σε μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά, βοηθώντας το στην αντιμετώπιση του θλιβερού γεγονότος, δίνοντάς του την ευκαιρία να αποχαιρετίσει το αγαπημένο του πρόσωπο, να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του, αλλά και να λάβει την στήριξη άλλων κοντινών ατόμων. Σίγουρα όμως η ηλικία του παιδιού, η ευαισθησία που το χαρακτηρίζει γενικότερα, η επιθυμία του ίδιου, αποτελούν παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε αυτό το ζήτημα.
Επίσης, η μορφή της συμμετοχής του παιδιού στα τελετουργικά του πένθους, εξαρτάται από τις συνθήκες τις συγκεκριμένης περίπτωσης. Σε κάθε περίπτωση όμως οι γονείς του θα πρέπει να είναι πολύ κοντά του ώστε να φροντίζουν το θλιμμένο παιδί και όταν αυτό το θελήσει να το απομακρύνουν από καταστάσεις πολύ φορτισμένες και ακατάλληλες για αυτό.
Όταν το τυπικό του αποχαιρετισμού ολοκληρωθεί, το παιδί πρέπει να ξαναβρεί τον δρόμο της καθημερινότητας χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο. Πρέπει να ξέρουμε ότι η πραγματική επεξεργασία του γεγονότος ενός θανάτου γίνεται πολλές φορές πολύ αργότερα. Μπορεί μάλιστα να εμφανιστεί και για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου αποτελεί μια μεγάλη δοκιμασία για τον καθένα μας και προκαλεί μεγάλο ψυχικό πόνο που στην αρχή φαίνεται να είναι αβάστακτος. Όταν πρόκειται για το θάνατο στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, π.χ. αν πεθάνει ένας γονέας ή ένας αδελφός, η απώλεια αυτή είναι αναντικατάστατη.
Όσο θλιβερή και αν είναι η εμπειρία της απώλειας και της θλίψης για το παιδί και την οικογένεια για ένα αγαπημένο πρόσωπο που χάθηκε για πάντα, αυτή η εμπειρία ωστόσο προσθέτει μια σημαντική διάσταση στην ικανότητα του παιδιού να νοιάζεται για τους άλλους.
Επίσης δίνει σε μας στους γονείς την ευκαιρία να μοιραστούμε με τα παιδιά μας αυτό το είδος της προσωπικής θλίψης. Μπορούμε να περιγράψουμε με λόγια τα πιστεύω μας, που μας επιτρέπουν να αντιμετωπίζουμε την απώλεια και το θάνατο. Έχουμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε πως νιώθουμε εμείς οι ίδιοι μπροστά στο θάνατο, καθώς και τις απόψεις μας για τη θρησκεία και τη μετά θάνατο ζωή.
Μπορούμε να μοιραστούμε τις αναμνήσεις του ατόμου που χάθηκε με τα παιδιά μας και έτσι να περάσουμε το μήνυμα ότι μέσα μας, στις σκέψεις μας θα μείνει πάντα μαζί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου