Η Δήμητρα Κ. Βαΐτσου, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας Bsc, Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια, εξηγεί πως βιώνει ένα ζευγάρι συναισθηματικά τις αλληλοεξαρτώμενες σχέσεις και τι τους κρατά σε μία σχέση ή γάμο όταν μέσα τους νιώθουν ότι έχουν ουσιαστικά χωρίσει.
Χωρίζω’ αλλά δεν παίρνω διαζύγιο, συμβιώνω σε μία σχέση αλλά δεν προχωρώ δεν εξελίσσομαι… Αρκετοί από τους ανθρώπους γύρω μας σε κάποια φάση της ζωής τους και για κάποιον λόγο -πάντα- θα έχουν «σκαλώσει», «κολλήσει» σε μία κατάσταση, γεγονός, σχέση, ιδιαιτερότητα. Συνήθως ο σκοπός αυτός κάπου εξυπηρετεί, άλλοτε στο συναίσθημα, στην δυσκολία της μετακίνησης, το ξεχώρισμα...
Μπορεί σ’ αυτό το άρθρο να μιλάμε περισσότερο για το κομμάτι του γάμου και των σχέσεων, αλλά η μη λήψη απόφασης να φύγει κάποιος από μία βεβαρημένη συναισθηματικά δύσκολη κατάσταση μπορεί να την βιώσει ακόμα και στον εργασιακό του χώρο, όπως επίσης και στις οικογενειακές και φιλικές σχέσεις. Κάποιοι θα βιαστούν και θα πουν πολύ γρήγορα ότι το βόλεμα ή το συμφέρον κρατά κάποιον σε μία δυσλειτουργική σχέση. Ίσως απλοϊκά να είναι και μία πολύ εύκολη ερμηνεία και τοποθέτηση. Είναι όμως τελικά έτσι;
Εξυπηρετεί περισσότερο ανασφαλείς σκέψεις αυτή η τοποθέτηση, πίσω από αυτό βρίσκεται όμως η δυσκολία του καθένα για προσωπικό προχώρημα και η επαναλαμβανόμενη αλληλεξάρτηση. Βέβαια μία σχέση αλληλοεξάρτησης άλλωστε δεν την δημιουργεί μόνο ο ένας ακόμα και ο δέκτης έχει το μερίδιο ευθύνης του σ’ αυτό αν και για πολλούς μπορεί να παρουσιάζεται ως θέση θύματος.
Ανέκαθεν οι άνθρωποι έμεναν σε μία σχέση που συναισθηματικά όμως είχε τελματώσει. Και αν σκεφτεί κανείς τον περίγυρο του όλο και κάποιον θα συναντήσει να έχει κάνει αυτή την επιλογή. Άντρες αλλά κυρίως γυναίκες από πολύ μικρή τρυφερή, ακόμα και εφηβική ηλικία «έμπαιναν» σε ρόλους που απαιτούσαν από εκείνη να τα βγάζει εις πέρας πάντα άξια και μ’ ένα 100% επιτυχίας. Ρόλοι όπως της άπταιστης νοικοκυράς, της βοηθού στις εργασίες του συζύγου, στην ανατροφή των παιδιών της, ομιλητική και σπιρτόζα στις κοινωνικές και ευρείας συγγενικές συναντήσεις και πολλά, πολλά ακόμα.
Θα ήταν αρκετά μάταιο αν δεν αναφερθούμε στο συναίσθημα που λαμβάνει αυτή η γυναίκα αν και μετά από αρκετά χρόνια και τολμώντας να γυρίσει το βλέμμα πίσω αντικρίζει μία ζωή που τελικά αυτή ήθελε! Οι αναθεωρήσεις συνήθως γίνονται εν καιρό, όταν κάποιος είναι εσωτερικά έτοιμος. Οι άνθρωποι μαθαίνουμε πολύ εύκολα από τον ρόλο που είχαμε στην πατρική μας οικογένεια, έτσι υιοθετούμε ρόλους και πεποιθήσεις στην ενήλικη ζωή μας αλλά και στις ευρύτερες συναναστροφές. Ένας άνθρωπος λοιπόν που έχει γαλουχηθεί να ζει με ενοχές και υποταγμένος μόνο στις ανάγκες των άλλων θα παραμερίζει σχεδόν πάντα τις επιθυμίες του, τα όνειρα του, θα συμβιβάζεται εφόρου ζωής, όχι πάντα επειδή το θέλει αλλά το «πεπρωμένο» του έχει κανονίσει γι’ αυτόν και πολύ απλά το ακολουθεί. Οι μικρές δόσεις ξεσπάσματος και η λαχτάρα για αλλαγή δεν θα αργήσει να έρθει, θα το πιστεύει όμως; θα συνεχίσει για την αλλαγή;
Πολύ δύσκολα!! Αποθαρρυντικό μα αληθινό, οι άνθρωποι προηγούμενων γενεών ας πούμε 30 ή 40 χρόνων πριν δεν επιτρέπονταν κοινωνικά ή και εκ πεποιθήσεως ένα μέλος σε μία οικογένεια να τολμά να έχει όνειρα και επιθυμίες διαφορετικές από το σύνολο της οικογένειας. Γ’ αυτό και στην Ελλάδα υπάρχει κατά συρροή από παππού, πατέρα και γιο η ενασχόληση του ίδιου επαγγέλματος, ή της συνεύρεσης της οικογενειακής πολυκατοικίας. Το «όλοι μαζί» μπορεί να δίνει μία ασφάλεια κυρίως πρακτική, δηλώνει όμως και μία ανασφάλεια για ξεχώρισμα και ατομικό προχώρημα. Οι περισσότεροι νέοι μεγαλώνουν με την βούληση ότι θα «πρέπει» να ακολουθούν πιστά τις οικογενειακές ρίζες, όποιες και αν είναι αυτές και ότι επίπτωση έχει αυτό για την δική τους νέα ζωή.
Φεριπείν, κάποιος μεγαλώνοντας σ’ ένα περιβάλλον που έχει υποστεί την συναισθηματική απουσία του γονιού του πιθανών και εμπειρικά ο άνθρωπος αυτός μη βλέποντας και αναγνωρίζοντας συνειδητά την κατάσταση καταγωγής του θα επαναλάβει το μοντέλο συμπεριφοράς και στην δική του νέα οικογένεια ή σχέση. Αρκετοί νέοι φοβούνται την σκέψη ότι δεν θα τα καταφέρουν στον γάμο τους, και τρέμουν στην επιλογή να διαφοροποιηθούν από αυτή και εν ανάγκη να κλείσουν αυτή την σχέση αν βέβαια έχουν προσπαθήσει και επενδύσει σ’ αυτή με κάποιο όριο. Μαθαίνουν λοιπόν να υποκύπτουν στον φόβο και στην ανασφάλεια αυτής της πεποίθησης και μπορεί να εμείνουν σε μία σχέση ακόμα και γάμο που συναισθηματικά μέσα τους έχει «κλείσει».
Το τι κρατάει κάποιον σε μία σχέση από το να συνεχίσει και να προχωρήσει την ζωή του είναι ατομικό θέμα και έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, τις καταβολές και τα πρότυπα της πατρικής του οικογένειας αλλά και κατά πόσο επιθυμεί να διαφοροποιηθεί και να μετακινηθεί. Πλέον στις μέρες μας ολοένα και ξεκάθαρα πια οι άνθρωποι μέσω διαφόρων ερεθισμάτων που έχουν όπως το διάβασμα, μία ενημέρωση, μία παρουσία, η ηλεκτρονική πηγή μάθησης αναγνωρίζουν περισσότερο εύκολα τι είναι εκείνο που τους «σκαλώνει» σε μία σχέση ημιτελή. Ο φόβος του να χωρίσει κάποιος αναδύει συναισθήματα προφανώς δύσκολα να βιωθούν, το πένθος που υπόκειται από έναν χωρισμό έχει κάποια στάδια που ο καθείς τα βιώνει ανάλογα βέβαια με την συναισθηματική φάση στην οποία βρίσκεται και κατά πόσο έτοιμος είναι ή όχι να τα αποδεχτεί.
Η άρνηση, ο θυμός, η μελαγχολία, η αποδοχή της κατάστασης είναι μερικά από τα συναισθήματα που πονούν, πληγώνουν βασανίζουν. Είναι όμως αληθινά και όταν κάποιος συνειδητά τα βιώσει και νιώσει την ύπαρξη τους είναι πολύ πιθανό τότε να αναγνωρίσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν και να θέσει νέους στόχους, νέους άξονες στην πορεία του. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, με διαφορετική ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα και «κληρονομικές καταβολές» οπότε θα βιώσει και ξεχωριστά μία τέτοια διαδικασία, μπορεί να μην βιώσει ανάλογα συναισθήματα, ή να έχουν διαφορετική χρονική επάρκεια από κάποιον άλλον που ίσως να χρειάζεται περισσότερο χρόνο και χώρο να μείνει σ’ αυτή την φάση. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που για πολλά χρόνια της ζωής τους δεν αποχωρίζονται σχεδόν καθόλου την περίοδο του πένθους και η ζωή τους συνεχίζεται και στηρίζεται στην δυσκολία του αποχωρισμού και της αρνητικής πλευράς.
Οι «ενοχικοί άνθρωποι» περισσότερο από άλλους είναι εκείνοι που δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν από μία κατάσταση τερματική, μπορεί όμως να είναι και οι ίδιοι που έχουν επιλέξει να φύγουν παρ’ όλα αυτά να δυσκολεύονται αρκετά να μείνουν σ’ αυτή τους την απόφαση. Ιδίως στις μακροχρόνιες «ήρεμες, καλές» σχέσεις υπάρχει και είναι ζωντανό το συναίσθημα της αγάπης όχι όμως της συντροφικότητας που από κάτω ελλοχεύει η διγνωμία του τι κάνω τώρα... «φεύγω»..... ή «αφού αγαπιόμαστε...γιατί όμως νιώθω κενό;;......»
Είναι αρκετές οι φορές εκείνες που ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις με γνώμονα μόνο την λογική ίσως γιατί ακολουθώντας το συναίσθημα το αποτέλεσμα μπορεί να πληγώσει και αυτό σε βάθος χρόνου μπορεί και να είναι ωφέλιμο αλλά μέχρι τότε η διαδικασία του αποχωρισμού να είναι πολύ δύσκολη σχεδόν αβάσταχτη. Οι άνθρωποι που «προχωρούν» με την ενοχή ότι «άφησαν» ή «εγκατέλειψαν» τον σύντροφο τους, συνήθως είναι δύσκολο -όντως- να συνεχίσουν και να ξεχωρίσουν το δικό τους συναίσθημα με εκείνου.
Σε μία σχέση πολύ εύκολα ο καθείς μπαίνει να ενσωματώνεται μαζί με τον άλλον, να τον κουβαλά μέσα του, πάνω του κανονικά, οι δύο έχουν γίνει ένας και το ΕΓΩ δεν χωρά πια πουθενά, οι άνθρωποι που έχουν μάθει να επιβαρύνονται και να ενοχοποιούνται μπροστά σε μία αδυναμία του άλλου, ζουν κυρίως με γνώμονα τον «σημαντικό άλλον».
Η περίοδος του χωρισμού δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να επανεξετάσει τις δυνατότητες αλλά και τις προσδοκίες του. Είναι ένα μεταβατικό στάδιο για μία νέα ζωή η οποία θα ικανοποιεί αρκετά περισσότερο τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.
Δυσλειτουργικό οικογενειακό σύστημα
Οι «δυσλειτουργικές οικογένειες» (ΔΟικ) δημιουργούνται κυρίως από υψηλά επίπεδα άγχους που προκαλούνται κυρίως από κάποια έντονη μορφή στρες (Λενγκ Ρ. Ντ). Το ζευγάρι σ’ ένα γάμο ή μία σχέση όταν χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση πολύ συχνά δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στο στρες του γάμου και της οικογένειας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο μάλιστα ότι τα «δυσλειτουργικά» άτομα σχεδόν πάντα βρίσκουν άλλα άτομα όμοια με κείνους, η ταύτιση και η ομοιότητα στο ίδιο επίπεδο τους κάνει να νιώθουν πληρότητα και ένα είδος ασφάλειας. Επικυρώνουν μ’ αυτό τον τρόπο και επιβεβαιώνουν την δυσβατότητα της σχέσης. Ο καθείς «κουβαλάει» μέσα του την οικογένεια καταγωγής του. Τα άτομα επιδιώκουν πολύ συχνά να κάνουν σχέσεις που έχουν ήδη βιώσει στο παρελθόν όπως μία χειριστική και ελεγκτική μορφή συμπεριφοράς την οποία έχει βιώσει κάποιος στην οικογένεια καταγωγής του, θα αναζητήσει μία παρόμοια και στην δική του ζωή και βέβαια όλες αυτές οι διεργασίες γίνονται με ασυνείδητο τρόπο.
Το άτομο γυρνάει εκεί που νιώθει καλά και οικεία. Οι πιο σημαντικές σχέσεις που έχει ένα ‘άτομο είναι εκείνες με την πατρική του οικογένεια, σχεδόν πάντα τα άτομα επιλέγουν ένα σύντροφο που έχει αρκετά από τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά με αυτά της πατρικής του οικογένειας. Ο κύκλος συνεχίζεται και η επανάληψη πλέον έχει κληρονομηθεί όταν «δυσλειτουργικά άτομα» συνδέονται με άλλα «δυσλειτουργικά άτομα» τα οποία προέρχονται από ΔΟικ. Αυτή η «διαδικασία μετάδοσης από γενιά σε γενιά» (Μπόουεν) έρχεται σαν καταπέλτης όταν αναγνωριστεί συνειδητά πια και το άτομο θέλει να την αλλάξει ή να την μετακινήσει.
Τι οδηγεί στην διάβρωση μιας σχέσης
Όταν η «γλυκιά περίοδος χάριτος» ψυχρανθεί στην σχέση δεν είναι καθόλου δύσκολο το ζευγάρι να εφευρίσκει αιτίες για να «εγκαταλείψει» το οικοδόμημα αυτής της σχέσης. Στην ουσία δεν εγκαταλείπει ο ένας τον άλλον αλλά ο καθείς τον εαυτό του, η ρουτίνα και η σύγχυση σιγά-σιγά επέρχονται. Πολύ εύκολα προβάλλονται προφάσεις και δικαιολογίες στις οποίες μικροεγωισμοί, πικρίες, αισθήματα κατωτερότητες, υποσυνείδητες επιθυμίες εκδίκησης, απογοητεύσεις βρίσκονται από κάτω και αρχίζουν βήμα- βήμα να υπολειτουργούν την σχέση. Σε κάποια ζευγάρια εμφανίζονται κάποιες μορφές και τάσεις που χαρακτηρίζονται διαλυτικά στην συνοχή (έως τώρα) της σχέσης. Αυτά κάνουν την εμφάνισης τους διότι το ζευγάρι δεν προσπάθησε να κρατήσει τα στοιχεία εκείνα που θα ενώσουν την σχέση ξανά και θα το βοηθήσει να ξεπεράσει τις τυχόν υπάρχουσες αντιθέσεις.
Ο καθείς αφήνετε ατυχώς σ’ αυτό που ονοματίζουμε πολύ εύκολα μοίρα. Στην εμφάνιση λοιπόν της διαβρωτικής σχέσης το ζευγάρι αρχίζει να αναζητά πλέον πιο εύκολα και εντελώς συνειρμικά διεξόδους έξω από το σπίτι μακριά από την σχέση. Κυρίως η αρχή γίνεται από τον έναν.
Πιο συγκεκριμένα ο σύζυγός (αλλά αυτό ισχύει και για σχέσεις-δεσμούς, χωρίς την ιδιότητα της νομιμότητας) αρχίζει να ανακαλύπτει διάφορες απασχολήσεις που ολοένα και τον κρατούν μακριά από την «οικογενειακή εστία», δηλαδή αρχίζει και διευρύνεται το επαγγελματικό του ωράριο, ή η συμμετοχή του σε κάποιον οργανισμό ή σύλλογο, μία αθλητική δραστηριότητα, εβδομαδιαίες αντρικές συγκεντρώσεις κα.
Ουσιαστικά αποφεύγει την επαφή του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχει και προσωπικό χρόνο ή να απασχολείται με κάποιο χόμπι ή δραστηριότητα, αλλά όταν «ξαφνικά» το μέτρο και το όριο αλλάζει και κύριος άξονας είναι πως θα «είμαι εκτός» τότε κάνουν και την εμφάνιση τους τα πρώτα σημάδια της αυτοεγκατάλειψης. Επιλέγει να ζει στην ίδια οικογένεια όπως και πριν, οι συναντήσεις όμως και η ουσιαστική επαφή ολοένα και μειώνεται , αυτό μπορεί και να μετατεθεί ακόμα και αν υπάρχουν παιδιά. Ξαφνικά οι συμμαχίες κάνουν την εμφάνιση τους και οι «τριγωνοποιήσεις» στα μέλη δεν αργούν να εμφανιστούν.
Πέραν του άντρα και η γυναίκα αποκαλύπτει σιγά-σιγά τους τρόπους φυγής της. Όταν η σύζυγος εργάζεται εκτός σπιτιού ο ρόλος της αυτός επενδύεται ολοένα και περισσότερο με νέες αρμοδιότητες. Η δουλειά της πλέον δεν είναι μόνο μία βιοποριστική απασχόληση αλλά ένα αναγκαίο καταφύγιο. Ο σύζυγος πλέον τοποθετείται σε δεύτερη μοίρα, ενώ η μητρότητα κάνει ξανά την εμφάνιση της σαν τότε που το παιδί ήταν βρέφος.
Οι κουβέντες ανάμεσα τους είναι ξεκάθαρα διεκπαιρεωτικές, απλές και σύντομες. Ανοιχτά η γυναίκα δεν ζητά με την ίδια ευκολία από τον άντρα οτιδήποτε έχει να κάνει με εκείνη , μόνο ότι αφορά την φροντίδα των παιδιών και τα του σπιτιού. Έχει την ανάγκη να ανεξαρτοποιηθεί, αλλά τιμωρεί και τον εαυτό της να ζητήσει αυτά που θέλει ανοιχτά, ακόμα και να εκφράσει την δύσκολη και στενή κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Γυναίκες οι οποίες δεν εργάζονται βρίσκουν τρόπους να απομακρυνθούν ψυχικά από τον σύζυγο, αρχίζουν και προσανατολίζονται σε άλλου είδους δραστηριότητες, στην έντονη ενασχόληση με το σπίτι, σε φίλες, κλείσιμο στον εαυτό. Υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να είναι απογοητευμένη και αφημένη στην αδιαφορία του συζύγου, τότε μπαίνει σε ρόλο θύματος εξαιτίας των λαθών του συζύγου, και μπορεί εύκολα να στραφεί σε δυσλειτουργικές ενασχολήσεις, όπως το αλκοόλ, ο τζόγος, ή η έντονη ενασχόληση με την θρησκεία.
Τελικά είναι προτιμότερη η επιλογή ενός διαζυγίου;
Ναι αν συντρέχουν οι παρακάτω λόγοι:
• Καβγάδες που οφείλονται σε ασυμβατότητα μεταξύ των συντρόφων και διεξάγονται με άσχημο τρόπο μπροστά στο παιδί. Τα περισσότερα παιδιά θα εύχονταν να βρεθεί ένας καλύτερος από το διαζύγιο τρόπος για να σταματήσει η ένταση, αλλά νιώθουν ανακούφιση όταν, τελικά, δοθεί τέλος. Φυσικά, εννοείται πως δεν έχει νόημα οι καβγάδες να συνεχίζονται και μετά το διαζύγιο. Το ζητούμενο είναι η επαναφορά της ηρεμίας και της σταθερότητας.
• Αν μένουμε σε μια τελειωμένη ερωτική σχέση, αποκλειστικά και μόνο για χάρη του παιδιού και το δείχνουμε. Για ένα παιδί είναι δυσβάσταχτο να νιώθει ότι έχει την ευθύνη της ευτυχίας ή της δυστυχίας των γονιών του. Είναι λοιπόν, μεγάλο λάθος να λέμε στο παιδί «να ξέρεις ότι αν δεν ήσουν εσύ, θα χώριζα» ή «μόνο εσύ μου δίνεις χαρά σε αυτήν τη ζωή».
• Αν υπάρχει κακοποίηση στην οικογένεια ή σοβαρό πρόβλημα εθισμού σε ουσίες. Τα πρότυπα που δίνουμε σ’ ένα παιδί είναι σημαντικά. Δεν θα θέλαμε λοιπόν, να μάθει να μένει στη θέση του θύματος. Δεν θα θέλαμε να αντιγράφει κακές συμπεριφορές και να δυσκολευτεί και στις δικές του σχέσεις, αργότερα. Και πάνω απ’ όλα, δεν επιτρέπουμε να κακοποιείται και το ίδιο.
Όχι αν δεν έχουμε δοκιμάσει:
• Να δούμε μήπως μπορούμε να βελτιώσουμε τη σχέση με τον σύντροφό μας. Αυτό είναι κάτι που θα μας ωφελήσει, ακόμα κι αν τελικά, αποφασίσουμε να χωρίσουμε. Πριν από την απόφαση όμως, χρειάζεται να σκεφτούμε ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους είμαστε μαζί, μήπως στη σχέση μας υπάρχουν παρεμβάσεις τρίτων, μήπως υπάρχουν προσωρινοί εξωγενείς στρεσογόνοι παράγοντες, ποιο θα είναι το κόστος και το όφελος ενός διαζυγίου. Κι αν θα μπορούσε να μας ωφελήσει η συμβουλευτική ή η θεραπεία ζεύγους.
• Να σκεφτούμε διεξοδικά και ν’ αποφασίσουμε πώς θα λυθούν όλα τα πρακτικά και ψυχολογικά θέματα που θα προκύψουν. Πού θα μείνουμε εμείς, πού θα μένει το παιδί, θέματα επιμέλειας, διατροφής, ανατροφής, καθημερινές δραστηριότητες. Είναι πολύ δύσκολο για ένα παιδί να έχει ν’ αντιμετωπίσει, εκτός από τη φυσιολογική στενοχώρια ενός χωρισμού, διαφωνίες και δυσκολίες που αλλάζουν δραματικά την καθημερινότητά του.
• Να προετοιμάσουμε τα παιδιά. Οι αόριστες απαντήσεις, όπως «ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι», δημιουργούν περισσότερο άγχος. Ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, μπορούν να δοθούν οι κατάλληλες εξηγήσεις, προτού υλοποιηθούν οι όποιες αποφάσεις. Και πάλι, ανάλογα με την ηλικία, μπορεί να ζητηθεί η γνώμη του για θέματα που το αφορούν. Δεν υπάρχει «κατάλληλη» ηλικία για ένα διαζύγιο. Υπάρχει όμως, η κατάλληλη στιγμή και προετοιμασία.
Όσο και αν ακούγεται δύσκολο οι άνθρωποι μπορούν πολύ εύκολα να μάθουν να ζουν μόνο συμπεριφοριστικά. Μαθαίνουν συμπεριφορές επιβίωσης «χωρίζουν» αλλά «δεν χωρίζουν». Είναι ο φόβος ο οποίος πολλές φορές υπερνικά τον άνθρωπο και τον καθιστά ανίκανο να προχωρήσει, να εξελιχθεί, το μάταιο είναι ότι όταν κάποιος δεν κάνει την αρχή μπορεί να συμπαρασύρει πολύ εύκολα κοντά του και άλλους, παιδιά, σύντροφο και η επανάληψη αυτής της διαβρωτικής ζωής να συνεχίζεται......
«Όποιο μέλλον και αν αγγίξω πάντα βρίσκω παρελθόν μπροστά μου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου